ξανανεώνω

ξανανεώνω
1. см. ξαναν(ε)ιώνω;
2. μετ. возобновлять;

ξανανεώνω υπόσχεση — подтвердить своё обещание


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξανανεώνω" в других словарях:

  • εξανανεώνω — και ξανανεώνω (Α ἐξανανεοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. κάνω πάλι νέα ανανέωση 2. μέσ. (για συμβάσεις, χρεωστικά γραμμάτια κ.λπ.) ανανεώνομαι και πάλι αρχ. επαναφέρω και πάλι σε ισχύ ή σε ένταση κάτι, ανανεώνω («συγγένειαν αὐτῶν ἐξανανεοῡνται τοῑς… …   Dictionary of Greek

  • ξανανιώνω — και ξανανεώνω 1. κάνω πάλι κάποιον νέο ή κάνω κάποιον να νιώσει πάλι νέος, αναζωογονώ 2. ξανακάνω κάτι καινούργιο 3. επανέρχομαι στην πρώτη μου ακμή 4. γίνομαι ή αισθάνομαι πάλι νέος, ακμαίος, αναζωογονούμαι («αν άσπρισ , αν εγέρασα, για σέ θα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»